Η Ένωση Κονσερβοποιών Ελλάδας (ΕΚΕ) με ανακοίνωσή της περιγράφει την ακριβή εικόνα στο συμπύρηνο ροδάκινο και με πλήρη σαφήνεια διαπιστώνει ότι αυτή τη στιγμή καλλιεργούνται εντυπωσιακά περισσότερες χιλιάδες στρέμματα σε σχέση με το 2012 και ως εκ τούτου υπάρχει πάντα το πρόβλημα της υπερπαραγωγής. Αυτός ο καθοριστικός παράγοντας σε συνδυασμό με τους εξίσου όσο και.....
ρευστούς παράγοντες της διεθνούς αγοράς, της παραγωγής των ανταγωνιστριών χωρών είναι προφανές ότι δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα στην καλλιέργεια.
Δείτε αναλυτικά τον σχετικό πίνακα και την ανακοίνωση της ΕΚΕ:
Το 2014 είχαμε 117.000 στρέμματα, το 2015 έγιναν 161.000, το 2016 αυξήθηκαν σε 172.000 και το 2017 σε 183.000.
Αλματώδης διαπιστώνεται η αύξηση της καλλιέργειας του συμπύρηνου ροδακίνου, σύμφωνα με τις δηλώσεις στον ΟΣΔΕ. Τουλάχιστον 70.000 στρ. από αυτά μπήκαν ή μπαίνουν στην παραγωγή τώρα. Πιθανολογείται ότι υπάρχουν και αδήλωτα.
Μέχρι σήμερα οι καιρικές συνθήκες δεν επέτρεψαν να φανεί η δυναμικότητα της καλλιέργειας. Οι παραγωγές τα τελευταία χρόνια είναι δυσανάλογα χαμηλές, όπως φαίνεται από τον πίνακα που επισυνάπτεται.
Παρ’ όλα αυτά ο προβληματισμός υπάρχει. Τι θα γίνει αν-όταν έχουμε κανονική παραγωγή; Και το εύλογο ερώτημα: είναι διαχειρίσιμη μια παραγωγή που ενδεχομένως υπερβαίνει τους 450.000 τόννους;
Η απάντησή του είναι δύσκολη, αφού εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως οι συνθήκες στην παγκόσμια οικονομία, ο ανταγωνισμός, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες, τα εμπορικά εμπόδια (δασμοί), οι ενέργειες προώθησης κ.τ.λ.
Αυτά όμως ισχύουν για όλα τα προϊόντα που εξάγονται. Φυσικά με την κομπόστα και τον χυμό ισχύουν ακόμη περισσότερο αφού εξάγονται ουσιαστικά στο σύνολό τους. Δεν υπάρχει άλλο προϊόν στην χώρα μας που να εξάγεται στο σύνολό του.
Πίσω απ’ όλα αυτά βεβαίως υπάρχουν τα εργοστάσια που παράγουν και οι αγρότες που καλλιεργούν. Είναι προφανές ότι τόσο η κάθε εταιρία, όσο και ο κάθε παραγωγός, αντιμετωπίζει την κατάσταση σκεπτόμενος την θέση του. Έχει γι’ αυτόν η παραγωγή ανάλογη ανταμοιβή; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα.
Η απάντηση είναι ανεπιφύλακτα ναι. Ο παραγωγός που καλλιεργεί σωστά, έχει καλή ποσοτική / στρέμμα απόδοση και ανάλογη ποιότητα, ναι, έχει και λογική ανταμοιβή.
Όλοι γνωρίζουμε ότι διαβατήριο για όλα τα προϊόντα και πολύ περισσότερο τα φρούτα, είναι η κατάλληλη ποιότητα.
Τα τελευταία χρόνια είδαμε το κόστος της καλλιέργειας να εκτινάσσεται από εξωγενείς παράγοντες (ασφαλιστικά, φορολογικά, κ.τ.λ.). Η βιομηχανία φυσικά δεν μπορεί να καλύψει την αύξηση του κόστους στο σύνολό της.
Αυτό όμως που επιθυμούμε να διαβεβαιώσουμε τους παραγωγούς μας είναι ότι όταν η βιομηχανία παραλαμβάνει σωστό ποιοτικά ροδάκινο, εγγυάται την απορρόφηση του σε λογική τιμή.
Και για να μην υπάρχουν αμφισβητήσεις, ποιοτικό ροδάκινο είναι αυτό που είναι κίτρινο, χωρίς ασθένειες και σε κατάλληλο μέγεθος έχοντας στην κλούβα όχι παραπάνω από 5% ακατάλληλα.
ρευστούς παράγοντες της διεθνούς αγοράς, της παραγωγής των ανταγωνιστριών χωρών είναι προφανές ότι δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα στην καλλιέργεια.
Δείτε αναλυτικά τον σχετικό πίνακα και την ανακοίνωση της ΕΚΕ:
ΣΥΜΠΥΡΗΝΟ ΡΟΔΑΚΙΝΟ - ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
Το 2014 είχαμε 117.000 στρέμματα, το 2015 έγιναν 161.000, το 2016 αυξήθηκαν σε 172.000 και το 2017 σε 183.000.
Αλματώδης διαπιστώνεται η αύξηση της καλλιέργειας του συμπύρηνου ροδακίνου, σύμφωνα με τις δηλώσεις στον ΟΣΔΕ. Τουλάχιστον 70.000 στρ. από αυτά μπήκαν ή μπαίνουν στην παραγωγή τώρα. Πιθανολογείται ότι υπάρχουν και αδήλωτα.
Μέχρι σήμερα οι καιρικές συνθήκες δεν επέτρεψαν να φανεί η δυναμικότητα της καλλιέργειας. Οι παραγωγές τα τελευταία χρόνια είναι δυσανάλογα χαμηλές, όπως φαίνεται από τον πίνακα που επισυνάπτεται.
Παρ’ όλα αυτά ο προβληματισμός υπάρχει. Τι θα γίνει αν-όταν έχουμε κανονική παραγωγή; Και το εύλογο ερώτημα: είναι διαχειρίσιμη μια παραγωγή που ενδεχομένως υπερβαίνει τους 450.000 τόννους;
Η απάντησή του είναι δύσκολη, αφού εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως οι συνθήκες στην παγκόσμια οικονομία, ο ανταγωνισμός, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες, τα εμπορικά εμπόδια (δασμοί), οι ενέργειες προώθησης κ.τ.λ.
Αυτά όμως ισχύουν για όλα τα προϊόντα που εξάγονται. Φυσικά με την κομπόστα και τον χυμό ισχύουν ακόμη περισσότερο αφού εξάγονται ουσιαστικά στο σύνολό τους. Δεν υπάρχει άλλο προϊόν στην χώρα μας που να εξάγεται στο σύνολό του.
Πίσω απ’ όλα αυτά βεβαίως υπάρχουν τα εργοστάσια που παράγουν και οι αγρότες που καλλιεργούν. Είναι προφανές ότι τόσο η κάθε εταιρία, όσο και ο κάθε παραγωγός, αντιμετωπίζει την κατάσταση σκεπτόμενος την θέση του. Έχει γι’ αυτόν η παραγωγή ανάλογη ανταμοιβή; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα.
Η απάντηση είναι ανεπιφύλακτα ναι. Ο παραγωγός που καλλιεργεί σωστά, έχει καλή ποσοτική / στρέμμα απόδοση και ανάλογη ποιότητα, ναι, έχει και λογική ανταμοιβή.
Όλοι γνωρίζουμε ότι διαβατήριο για όλα τα προϊόντα και πολύ περισσότερο τα φρούτα, είναι η κατάλληλη ποιότητα.
Τα τελευταία χρόνια είδαμε το κόστος της καλλιέργειας να εκτινάσσεται από εξωγενείς παράγοντες (ασφαλιστικά, φορολογικά, κ.τ.λ.). Η βιομηχανία φυσικά δεν μπορεί να καλύψει την αύξηση του κόστους στο σύνολό της.
Αυτό όμως που επιθυμούμε να διαβεβαιώσουμε τους παραγωγούς μας είναι ότι όταν η βιομηχανία παραλαμβάνει σωστό ποιοτικά ροδάκινο, εγγυάται την απορρόφηση του σε λογική τιμή.
Και για να μην υπάρχουν αμφισβητήσεις, ποιοτικό ροδάκινο είναι αυτό που είναι κίτρινο, χωρίς ασθένειες και σε κατάλληλο μέγεθος έχοντας στην κλούβα όχι παραπάνω από 5% ακατάλληλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου