«Θυμάσαι
που σου ‘λεγα: όταν σφυρίζουν τα πλοία
μην είσαι στο λιμάνι. Μα η μέρα που έφευγε
ήτανε δικιά μας και δε θα θέλαμε ποτέ
να την αφήσουμε Ένα μαντήλι πικρό θα
χαιρετά την ανία του γυρισμού Κι έβρεχε
αλήθεια πολύ κι ήτανε έρημοι οι δρόμοι
Με μια λεπτήν ακαθόριστη χινοπωριάτικη
γεύση Κλεισμένα παράθυρα κι οι άνθρωποι
τόσο λησμονημένοι» (Μανόλης
Αναγνωστάκης/13.12.43’).
Η
θεατρική παράσταση που φέρει τον τίτλο
'Γυναίκες από χώμα',1
ανεβαίνει για τρεις παραστάσεις από
την......
θεατρική ομάδα 'Ανδρομέδα' σε
σκηνοθεσία και σύνθεση κειμένων της
Κοραής Δαμάτη, και περιλαμβάνει εμπρόθετα,
καλλιτεχνικά όσο και πολιτικά, το συμβάν
της προσίδιας και 'φορτισμένης'
διαπόμπευσης των οροθετικών γυναικών
το κρισιακό έτος 2012.
Εντός
ενός 'αποστεωμένου' περιβάλλοντος, οι
γυναίκες-ηθοποιοί που συμμετέχουν στην
παράσταση,2
εγγράφουν κινησιολογικά τις αφηγήσεις
θηλυκών υποκειμένων3
που προσδιόρισαν τις 'καθετοποιημένες'
φαντασιακές αφηγήσεις περί εθνικής και
κοινωνικής 'καθαρότητας', όντας στο
μεταίχμιο μίας κρίσης που εκείνη την
στιγμή έφερε και ανέδειξε το πρόσωπο
της 'ξενικότητας' της: οροθετικές
γυναίκες.
Η
υπόθεση των οροθετικών γυναικών, ανέδειξε
τα χαρακτηριστικά συνάρθρωσης φύλου
και σεξουαλικότητας, εκεί όπου η γυναίκα
και δη η γυναίκα που εργάζεται ως
ιερόδουλη (έμφυλος καταμερισμός
εργασίας), δύναται να καταστεί όχι μόνο
σεξουαλικά 'ενεργή' αλλά και σεξουαλικά
'ακόρεστη', φέροντας, ευρισκόμενη στη
'σκιά της παρανομίας', τον ιό ( τον ιό'HIV'4
ως ιερόδουλη5/μείζονα
αρνητική σήμανση), που φαντάζει ως
'τρομακτική απειλή' για την έμφυλη
κανονικότητα, για την κοινωνική6
'υγιεινή', καθώς και για την πρόσληψη
ενός 'καθεστώτος οικογενειακότητας',
συμβολικά και αναπαραστατικά δραστικού,
στην προμετωπίδα του οποίου αρθρώνεται
το φαντασιακό του 'ανυποψίαστου
νοικοκυραίου'7
(ο όρος χρησιμοποιείται λόγω των ευρύτερων
κοινωνιο-πολιτισμικών8
συνδηλώσεων που φέρει), που, σε αυτό το
πλαίσιο, επι-ζητεί την 'ανταμοιβή' του
ακριβώς ως ΄πρότυπο οικογενειάρχη' και
πατέρα, αναγνωρίζοντας τον κοινωνικό
του εαυτό στη συνήχηση ή αλλιώς, στους
συνειρμούς που δύναται να παραγάγει το
σημαίνον 'ιερόδουλη' ως συν-δηλωτικό
μίας υπάρχουσας συνθήκης που προσιδιάζει
στο πλαίσιο μίας εκθετικής 'δυναμολογίας',
εκεί όπου για τον εθνικά 'ορθό'
οικογενειάρχη, 'όλα καθίστανται δυνατά'.
Στην
εμπεριστατωμένη ανάλυση της για το ίδιο
θέμα, ανάλυση που περιέχεται στο δοκίμιο
της με τον τίτλο 'Η κρίση ως
«κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Κριτικές
και αντιστάσεις',9
η Αθηνά Αθανασίου νοηματοδοτεί το όλο
ζήτημα υπό το πρίσμα της ''φυλετικοποίησης'',
επισημαίνοντας τους όρους της κοινωνικής
'κατασκευής' εντός διαφόρων λογοθετικοτήτων,
της 'απόκλισης' και δη της δεσπόζουσας
απόκλισης από την νόρμα, κάτι που
'ενσαρκώνουν' οι συγκεκριμένες γυναίκες.
«Η ελληνική υπηκοότητα των περισσότερων
οροθετικών γυναικών που συνελήφθησαν
και διαπομπεύτηκαν παρέμεινε ασήμαντη
λεπτομέρεια της σαρωτικής επιχείρησης
καθαρότητας και ακεραιότητας του εθνικού
κορμού. Ακόμη και στην περίπτωση των
Ελληνίδων οροθετικών, ίσχυσε απολύτως
η δυναμική της φυλετικοποίησης: η
μετατροπή της «άλλης» σε μιαρό «ξένο
σώμα» που απειλεί τις προδιαγραφές του
«κοινού καλού» και τη φαντασίωση της
εθνοφυλετικής καθαρότητας. Τα σώματα
των οροθετικών γυναικών έγιναν ο γνώμονας
με βάση τον οποίο τα σώματα των όποιων
παρείσακτων και αποκλινόντων ξένων
κατασκευάζονται ως επικίνδυνα και
απειλητικά για τις έμφυλες και φυλετικές
προϋποθέσεις που ορίζουν και υποστασιοποιούν
«την ίδια την ζωή». Με τη συνδρομή των
υγειονομικών υπηρεσιών του κράτους, το
ζωντανό θέαμα της παραδειγματικής
διαπόμπευσης εγγυάται την ''προστασία''
του πολίτη-πελάτη. (Το γένος του άρθρου
εδώ αποκτά ιδιαίτερο βάρος, όπως και η
συναίρεση «πολίτη» και «πελάτη», που
συνιστά άλλωστε τον ακρογωνιαίο λίθο
της νεοφιλελεύθερης βιοπολιτικής)».10
Ο
όρος 'γυναίκα' και εν
προκειμένω 'οροθετική γυναίκα'11
συνυφαίνεται σφαιρικά με τα ίδια
προτάγματα της 'ξενικότητας' και της
'απειλής' που 'πλησιάζει εγγύτερα'
απειλώντας τις διαστάσεις της
εθνικής-ελληνικής 'αρρενωπότητας' στον
παροντικό χρόνο, ενώ, δύναται να αναφέρουμε
πως, στον περιώνυμο 'οίκο ανοχής'
επιτελούνται οι αναπαραστατικές
διαδικασίες μίας αρρενωπής, ήτοι
εθνικής-κοινωνικής αυτοπραγμάτωσης
που, αποκόπτοντας το συγκείμενο από
προεκτάσεις αναφοράς, μεταφέρει την
'ενοχή', το 'στίγμα' και την 'εντροπία',
ενόσω εξελίσσεται και αναπαράγεται μία
τυποποιημένη 'δικαιωματική κρίση' που
διακρίνει το 'δικαίωμα' από τους φορείς
του: ο έρωτας ως ιδιαίτερη κοινωνική
επιτέλεση όσο και ως δυναμική συγκρότηση
του 'παράταιρου' που 'κινείται ανάμεσα
μας', ενέχοντας όψεις γενεακής
'επιμόλυνσης': ποιος δύναται να πληγεί
εάν όχι το άρρεν υποκείμενο; Ποιοι
καθίστανται οι φορείς μίας δυνητικής
και μη 'επιμόλυνσης' με τον ιό αλλά και
με την έμφυλη διάσταση της παρουσίας
τους που σημασιοδοτεί το υπόδειγμα και
το περιεχόμενο 'σεξουαλική εργάτρια'
η οποία αναγνωρίζεται σε τελετουργίες
σωματικής 'εμβάπτισης' στην ηλικία της
'ωριμότητας', στα διαφορετικά κοινωνικά
συμφραζόμενα, στο 'κόκκινο φως'12
που λειτουργεί ωσάν 'κάτοπτρο' μίας
'αυταπόδεικτης αλήθειας', όπως με εκτατικό
τρόπο διεφάνη στο ζήτημα των οροθετικών
γυναικών;
Σε
αυτή την περίπτωση, η 'ξενική ενσάρκωση',
παραγάγει μία ιστορία διάστικτη από
συμβολικούς και μη αταβισμούς, ισοδυναμεί
με την οροθετική γυναίκα η
δράση της οποίας δεν 'τηλεοπτικοποιείται'
απλώς (η στιγμή της διαπόμπευσης), αλλά
συνιστά το έναυσμα για μία εκ νέου
αξιο-θεμελίωση αυτού που ο Ernesto
Laclau
αποκαλεί ως «λογική της διαφοράς».13
Η διαφορά επιμερίζεται μεταξύ των
ηθοποιών που ‘διαπραγματεύονται’ με
την μαρτυρία των οροθετικών γυναικών,
ενσκήπτει στο μέσον μίας ιστορίας που
προσωποποιείται, τείνοντας προς την
προβολή των προσώπων των οροθετικών
γυναικών, προβολή που ως ίδια διαπόμπευση
αποτελεί μία σύγχρονη ‘εξορία’ από τα
σημαίνοντα της εθνικής-πολιτισμικής
‘καθαρότητας’ και συνέχειας.
Οι
διακεκομμένες μαρτυρίες των
ηθοποιών συνενώνοντας, συμβάλλονται
στην άρθρωση μίας δι-υποκειμενικότητας
που αναδεικνύει προς την κατεύθυνση
της συγχρονικής και κρισιακής βιο-πολιτικής
(που δεν παύει να επανεπινοεί τον ‘εαυτό’
της), της έμφυλων και πατριαρχικών
εγκλήσεων που σχετίζονται με το υποκείμενο
'οροθετική γυναίκα' η οποία και ενέχει
το βάρος της μη 'περατότητας της, εκεί
όπου λαμβάνει χώρα η εννοιολογική
μεταφορά της «διακοπής» που προτείνει
ο Jacques
Derrida,
προβαίνοντας σε μία θεωρητική 'σύλληψη'
του έργου του Ηans
Georg
Gadamer:
«Η διακοπή πολλαπλασιάζεται, η μια
διακοπή επηρεάζει την άλλην, μια διακοπή
καταβαραθρωτική, πιο unheimlich
(ανοίκεια) από ποτέ».14
Διαμέσου
του χάσματος, της γλώσσας που 'γεννά'
την 'απειλή' και την 'ενοχή' που είναι
ιστορική διότι ενσκήπτει το ποιητικό
'πράττειν' του Γιάζρα, την στιγμή όπου
εκ-φέρει την ατομική αναγνώριση, την
παραδοχή ενός 'Είμαι' εμμενούς: «Είμαι
μια υγειονομική απειλή, ένα μίασμα, δεν
ανήκω σε καμιά πολιτισμένη φυλή».15
Η
βία ως ιδιαίτερος 'πολλαπλασιαστής'
στιγμών και χρόνων,
ενσωματώνεται στα πλαίσια της παράστασης,
με τα θηλυκά σώματα να 'συνομιλούν' με
τον χρόνο και με τις αντινομίες που
ανακύπτουν εντός χρόνου, υπενθυμίζοντας
την διάσταση περί έργου και περί εμπειρίας
της τέχνης έτσι όπως τίθεται από τον
Hans
Georg
Gadamer:
«Το subjectum
της εμπειρίας της τέχνης που υπάρχει
και παραμένει δεν είναι η υποκειμενικότητα
αυτού που τη δημιουργεί, αλλά το ίδιο
το έργο τέχνης».16
Ό,τι εκφράζεται εντός παράστασης, φέρει
τις σημάνσεις και της απώλειας, της
αφηγούμενης ιστορίας γυναικών που
τέθηκαν στο επίκεντρο των κανονικοποιημένων
προσλήψεων, όντας ‘Γυναίκες από χώμα’.
Και
αυτές οι
'Γυναίκες από χώμα' βιώνουν τους όρους
μίας ενεργητικής βιο-πολιτικής που
επιδιώκει να διασφαλίσει μία
συστηματοποιημένα έμφυλη κατανομή: όχι
μητέρα, αλλά διαρκώς 'ιερόδουλη', ήγουν
'ξένη' και 'άρρωστη', υποκείμενο και
υποκείμενα που πλαισιώνουν την κρίση
ως στρατηγική επανεπινόησης του
κοινωνιο-πολιτισμικού και πολιτικού
γίγνεσθαι, ως γλώσσα που παραμένει
συμβολικά ‘εκεί’, στην ‘είσοδο’.
1
Βλέπε σχετικά με
το ιστορικό της παράστασης, ‘Θεατρική
ομάδα Ανδρομέδα: «Γυναίκες από χώμα»’,
Ιστοσελίδα ‘Arti
News’,
05/05/2019,
http://artinews.gr/%CE%B8%CE%B5%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BF%CE%BC%CE%AC%CE%B4%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CE%BC%CE%AD%CE%B4%CE%B1-%CE%B3%CF%85%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BA%CE%B5%CF%82-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%87%CF%8E%CE%BC%CE%B1.html.
Και ο τίτλος της παράστασης (‘Γυναίκες
από χώμα’), παραπέμπει στην ευρύτητα
και στο ‘βάρος’ αυτού που έλαβε χώρα,
δεικνύει την κίνηση των σωμάτων,
εφευρίσκοντας παράλληλα την δυναμική
της γλώσσας που αποκρίνεται: ‘Γυναίκες
από χώμα’, ήγουν επάλληλα σώματα θνητά
που ‘ενσαρκώνουν’ την διαφορική
‘ετερότητα’, την ‘απουσία συνείδησης’,
την ‘σεξουαλική ορμή’, δυνάμενες να
‘επι-μολύνουν’ το ‘σώμα’ της πόλης
που προσλαμβάνεται ως το ‘εθνικό σώμα’.
«ο έργο βασίζεται σε μαρτυρίες οροθετικών
γυναικών που κατηγορήθηκαν και
διαπομπεύτηκαν το 2012 στην Ελλάδα. Οι
μαρτυρίες τους ζωντανεύουν στη
σκηνή -άλλοτε σοβαρά, άλλοτε ειρωνικά
κι άλλοτε με θυμό κι οργή- όλη την τραγική
ιστορία της χειραγώγησης, της
κακομεταχείρισης και της διαφθοράς
που έζησαν».
2
«Παίρνουν μέρος
αλφαβητικά: Φανή
Γρύλλη, Ντίνα Κούκου, Σοφία Ρούβα, Έφη
Σισμανίδου, Αναστασία Τσούτση». Βλέπε
σχετικά με το ιστορικό της παράστασης,
‘Θεατρική ομάδα Ανδρομέδα: «Γυναίκες
από χώμα»…ό.π.
3
Ο χρόνος
επαναπροσδιορίζεται ‘θηλυκοποιημένα’:
εντός της θεατρικής παράστασης, λαμβάνει
χώρα η συγκρότηση ενός δικτύου γυναικών
που αφηγούνται, που μαρτυρούν τα βιώματα
τους ενώπιον μίας ‘σιωπηλής’ αλλά
‘παρούσας’ κοινής γνώμης που
ανα-κατασκευάζεται και η ίδια.
4
Το πρόσημο του
ιού ‘HIV’
(το ‘δηλητήριο’ των δυτικών κοινωνιών,
με όρους σεξουαλικότητας και
διαφορετικότητας), και κατ’ επέκταση
του ιού του ‘AIDS’
ανα-πλαισιώνεται εκ νέου, διαπλέκεται
στερεοτυπικά και ‘αποκλειστικά’ με
τις εκδιδόμενες γυναίκες, εκθέτει τον
‘παλλόμενο κοινωνικά, τρόμο’ που
σηματοδοτεί η διφυής παρουσία των
εκδιδόμενων δηλαδή οροθετικών γυναικών,
τροφοδοτώντας παράλληλα το συλλογικό
φαντασιακό με παραστάσεις ‘ενσκήπτοντος
θανάτου’ που φέρει η ‘ετερότητα’,
όπως και στις αρχές της δεκαετίας του
1980.
5
Στην αναλυτική της Αθηνάς Αθανασίου
καθίσταται εμφανής η σήμανση της
εργασιακής εκμετάλλευσης των εκδιδόμενων
γυναικών, η ανάδυση μίας ‘ευθύνης’
που υποσκάπτει τα θεμέλια της
‘καθαγιασμένης ηθικής’ και του ‘όλοι
μαζί’ (‘ημέτερη ομοιογένεια’),
δεικνύοντας προς τον άξονα της
γλωσσικής-πολιτικής έγκλησης που αφήνει
την ‘πουτάνα γυμνή’, ή αλλιώς, την
θέτει εκτός της ‘φυσικοποιημένης
νόρμας’. «Από τη ρατσιστική λογική της
Πολιτείας απουσιάζει η στοιχειώδης
αναγνώριση ότι η ευθύνη για τη μη χρήση
προφυλακτικού βαραίνει κυρίως τους
πελάτες των οίκων ανοχής, στο βαθμό που
η μη χρήση μέσων προφύλαξης τίθεται
από τους πελάτες των εκδιδόμενων
γυναικών ως όρος για τη συνεύρεση τους.
Απουσιάζει επίσης οποιοδήποτε ίχνος
μέριμνας για τις συνθήκες που αναγκάζουν
τις ασθενείς να εργάζονται με εξαντλητικά
ωράρια εργασίας και μάλιστα κάτω από
συνθήκες ακραίας εκμετάλλευσης. Άλλωστε
πουτάνες είναι, ξένες, φορείς, ανώνυμα
παράσιτα- καλά να πάθουν!». Βλέπε σχετικά,
Αθανασίου Αθηνά, ‘Η κρίση ως «κατάσταση
έκτακτης ανάγκης. Κριτικές και
αντιστάσεις’, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα,
2012, σελ. 32.
6
«Τον Απρίλιο του
2012, είχε υπογραφεί η υγειονομική διάταξη
39 Α, βασισμένη σε Αναγκαστικό Νόμο του
1940, σύμφωνα με την οποία το υπουργείο
Υγείας θα μπορούσε να προχωρήσει σε
εξαναγκαστικό υγειονομικό έλεγχο
οποιουδήποτε ατόμου. Ήδη από τότε,
έγκριτοι νομικοί διατράνωναν την έωλη
και διάτρητη διαδικασία. Ωστόσο, με
πρόσχημα την προστασία της δημόσιας
υγείας, η οποία πλέον μετατοπιζόταν
από το πεδίο της πρόνοιας και της
περίθαλψης στο πεδίο της καταστολής
και της πειθάρχησης, χτίστηκε το
υπόβαθρο, για τη διοχέτευση του ηθικού
πανικού. Οι πιο ευάλωτες κοινωνικές
ομάδες, οι άνθρωποι που είχαν απολέσει
την ικανότητα να προστατέψουν τους
εαυτούς τους, αυτοί που είχαν αποβληθεί
από τον κοινωνικό ιστό, βρέθηκαν στο
στόχαστρο των διώξεων. Μέσα σε λίγες
μέρες, εκατοντάδες τοξικοεξαρτημένες
ή άστεγες γυναίκες προσάγονται,
ελέγχονται, χωρίς τη θέληση τους, ως
πιθανοί φορείς του HIV
και όσες είναι θετικές προφυλακίζονται
και δίνονται τα στοιχεία τους στη
δημοσιότητα. Εκτός από τη πρώτη κοπέλα
που βρέθηκε σε οίκο ανοχής ως θύμα
trafficking,
καμία άλλη δε συνελήφθηκε σε διαδικασία
που να σχετίζεται με το σεξ. Παρ' όλα
αυτά κατηγορήθηκαν ως «εκδιδόμενες»
και παραπέμφθηκαν με την κατηγορία της
«βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης».
Βλέπε σχετικά με το ιστορικό της
παράστασης, ‘Θεατρική ομάδα Ανδρομέδα:
«Γυναίκες από χώμα»…ό.π.
7
Για μία σύντομη
αλλά περιεκτική προσέγγιση του μικροαστού
ως ‘νοικοκυραίου’ («πολιτισμικός
μοντερνισμός και «συντηρητισμός»), ως
«επικρατούσα εκδοχή» της σημερινής
πρόσληψης του μικροαστού και της
μικροαστικής τάξης, βλέπε σχετικά,
Ποταμιάνος Νίκος, ‘Οι Νοικοκυραίοι.
Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα
1880-1925’, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις
Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης, 2016, σελ. 2-3.
8
Στην περίπτωση
των οροθετικών γυναικών, η γλώσσα
ευρίσκεται διαρκώς ‘εκεί’, αντανακλά
την λεκτική βία έμφυλων-κοινωνικών
αποχρώσεων ως κοινωνιο-πολιτισμικό
υπόβαθρο, διαμορφώνοντας τις προϋποθέσεις
για την δόμηση τελετουργιών μίας
συμβολικής και παράλληλα ‘πολιτισμικής
θανάτωσης’, που συνιστά ‘φόνευση
ιστορίας’: ό,τι εκτίθεται ως θηλυκό
σώμα και θηλυκή υποκειμενικότητα,
τροφοδοτείται από τις ‘σάρκες’ του,
τιθέμενο εκτός ‘ιστορίας’, με όρους
‘απο-λύτρωσης’ την οποία και προσφέρει
ο ‘οικογενειάρχης’. Πριν την φυσική
θανάτωση οροθετικών γυναικών,
(αυτοκτονία), έχει επέλθει η συμβολική
και ‘πολιτισμική τους θανάτωση’ ωσάν
φορείς ‘έμφυλου δηλητηρίου’.
9
Βλέπε σχετικά, Αθανασίου Αθηνά, ‘Η
κρίση ως «κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Κριτικές και αντιστάσεις’, Εκδόσεις
Σαββάλας, Αθήνα, 2012.
10
Βλέπε σχετικά,
Αθανασίου Αθηνά, ‘Η κρίση ως «κατάσταση
έκτακτης ανάγκης. Κριτικές και
αντιστάσεις…ό.π., σελ. 34.
11
Με επιστημολογικούς
όρους των σπουδών φύλου, θα αναφέρουμε
πως «η αναζήτηση ενός χώρου για το
κοινωνικό αυτό υποκείμενο δεν στοχεύει
στην αναπαραγωγή του έμφυλου στερεοτύπου
της θηλυκότητας, αλλά στη διεκδίκηση
εδάφους απ’ όπου η έμφυλη ασυμμετρία
θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο
ανάλυσης και ανατροπής». Σε αυτό το
σημείο, η «έμφυλη ασυμμετρία» που
παρατηρείται στην αναπαραγωγή-αναπαράσταση
του λόγου περί ‘οροθετικών γυναικών’,
συνιστά «αντικείμενο ανάλυσης»,
εμβαθύνοντας στις παραμέτρους κατασκευής
ενός κοινωνικού ιδεοτύπου που αναφέρει
διαρκώς τον ‘κίνδυνο’ και την ‘αποτροπή’,
ή, διαφορετικά τιθέμενο την ‘αισθητική
του αποτρόπαιου’, ή την «αισθητική του
πόνου» (η ενδεχομενικότητα μετάδοσης
της ασθένειας ως ‘πόνος’), για να
παραπέμψουμε στην αναλυτική της
Caraveli.
Βλέπε σχετικά, Αθανασίου Αθηνά, ‘ Gender
Trouble:
Η Φεμινιστική θεωρία και πολιτική μετά
την αποδόμηση της ταυτότητας’, στο:
Αθανασίου Αθηνά, (επιμ.), ‘Ζωή στο όριο.
Δοκίμια για το σώμα, το φύλο και τη
βιοπολιτική’, Εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα,
2007, σελ. 192. Για την
εννοιολόγηση
της
«αισθητικής
του
πόνου»,
βλέπε
σχετικά,
Caraveli Anna, ‘The bitter wounding: The lament as social protest
in rural Greece’, στο:
Dubisch Jill, (επιμ.),
‘Gender and Power in Rural Greece,’ Princeton N.J: Princeton
University Press, 1986.
12
O ‘oίκος
ανοχής’ (το ‘κόκκινο φως ή φωτάκι’),
‘εγγίζει’ τις προκείμενες του
‘απαγορευμένου’, σημαίνοντας διαρκώς
την επιθυμία της ‘εμβάπτισης’ και της
‘σύλησης’, προτάσσοντας την δυνατότητα
ισορροπίας του ‘κοινωνικού’.
13
Βλέπε σχετικά, Laclau
Ernesto,
‘Λαϊκισμός: Τι σημασία έχει τ’ όνομα;’,
Περιοδικό Σύγχρονα Θέματα, 110, 2010, σελ.
70-79.
14
Βλέπε σχετικά,
Derrida
Jacques,
‘Διάλογος ατέρμων: Μεταξύ δύο απείρων
το ποίημα’, Πρόλογος-Μετάφραση:
Αγκυρανοπούλου Χρυσούλα, Επίμετρο:
Βέλτσος Γιώργος, Εκδόσεις Ίνδικτος,
Αθήνα, 2008, σελ. 24.
15
Βλέπε σχετικά,
Γιάζρα, ‘Ελληνική Δημοκρατία’, Ποιητική
Συλλογή ‘Γιάζρα’, Εκδόσεις Υποκείμενο,
Αθήνα, 2016, σελ. 12. Η ‘φορτισμένη’ πολιτικά
ποίηση του Γιάζρα, επισημαίνει τα
διά-κενα της Ελληνικής Δημοκρατίας,
αναφέροντας την συμβολική όσο και την
σωματική βία που εδράζεται στον πυρήνα
της.
16
Αναφέρεται στο:
Derrida
Jacques,
‘Διάλογος ατέρμων: Μεταξύ δύο απείρων
το ποίημα…ό.π., σελ. 23.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου