του Γ. Μελιόπουλου* |
Με πρόσφατη ανακοίνωση του υφυπουργού παιδείας Τ. Κουράκη έρχεται στην
επικαιρότητα η πρόταση της κυβέρνησης για τον τρόπο επιλογής των διευθυντών των
σχολικών μονάδων. Σύμφωνα με την πρόταση αυτή σε κάθε σχολική μονάδα ο
διευθυντής θα εκλέγεται από το σύλλογο διδασκόντων. Υποψήφιος για τη θέση του
διευθυντή θα μπορεί να είναι είτε εκπαιδευτικός του σχολείου ή ο προηγούμενος
διευθυντής που μπορεί να προέρχεται ακόμα και....
από άλλη σχολική μονάδα. Σύμφωνα
με την ανακοίνωση, ο τρόπος αυτός θα εφαρμοστεί φέτος πιλοτικά. Απ’ την επόμενη
σχολική χρονιά θα γενικευτεί ανάλογα με τις εμπειρίες που θα υπάρξουν απ’ τη
πιλοτική εφαρμογή. Ακόμα όπως ανακοίνωσε τον επόμενο χρόνο θα προσδιορισθεί και
ο τρόπος επιλογής και των υπολοίπων στελεχών της εκπαίδευσης (προϊστάμενοι,
σύμβουλοι, κλπ).
Η πρόταση του υπουργείου παιδείας έρχεται σε μια περίοδο που τα οξυμένα
προβλήματα της εκπαίδευσης από τη συνεχιζόμενη αντιεκπαιδευτική πολιτική
βρίσκονται καθημερινά στην ημερήσια διάταξη. Την ίδια στιγμή η πολιτική του
καθημερινού αυταρχισμού, των μονίμων απειλών για πειθαρχικές διώξεις, της
αξιολόγησης, των «εντέλλεσθε», των αυθαίρετων προφορικών εντολών της διοίκησης,
δημιούργησε ένα εκρηκτικό κλίμα διαρκούς έντασης μέσα στα σχολεία και ανάμεσα
στους συναδέλφους.
Την ίδια στιγμή η πρόταση του υφυπουργού παιδείας γίνεται σε μια περίοδο
κατά την οποία η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης βρίσκεται στο απόγειό
της. Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση αποφεύγει να τοποθετηθεί στα βασικά και
οξυμένα προβλήματα της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών. Είναι χαρακτηριστικές
οι δηλώσεις της ηγεσίας του υπουργείου και ενδεικτικές της ουσίας της πολιτικής
της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν μισθολογικές αυξήσεις
που να αντιμετωπίζουν έστω στοιχειωδώς την άθλια οικονομική κατάσταση δεκάδων
χιλιάδων εκπαιδευτικών, ότι αποκλείεται η επαναφορά του ωραρίου στα προηγούμενα
επίπεδα, ότι δεν πρόκειται να μειώσει τον αριθμό των μαθητών ανά τμήμα, ούτε
φυσικά να επαναλειτουργήσει τα περισσότερα από 1500 σχολεία που έκλεισαν από τη
βίαιη πολιτική της συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ. Την ίδια στιγμή η ηγεσία του
υπουργείου Παιδείας υπογραμμίζει με έμφαση πως προσλήψεις μονίμων εκπαιδευτικών
για να αντιμετωπίσει τα τεράστια κενά σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια
εκπαίδευση, θα γίνουν με το σταγονόμετρο ενώ για το καυτό ζήτημα των διαθέσιμων
εκπαιδευτικών αρκούνται σε γενικόλογες δεσμεύσεις.
Αντί λοιπόν να δώσει άμεσα λύσεις στα βασικά προβλήματα της εκπαίδευσης
και των εκπαιδευτικών, η κυβέρνηση επιλέγει να ανοίξει τη συζήτηση για τα
λεγόμενα «θεσμικά» θέματα και συγκεκριμένα για τον τρόπο επιλογής των
διευθυντών. Παρουσιάζει μάλιστα την πρόταση αυτή ως ιδιαίτερα «δημοκρατική»,
βάζοντας περίτεχνα στο κάδρο της υπαιτιότητας για τον καθημερινό αυταρχισμό και
την αυθαιρεσία όλης της προηγούμενης περιόδου, τους διευθυντές των σχολείων,
αφήνοντας όμως την ίδια στιγμή απ’ έξω την κυρίαρχη πολιτική που επέβαλε αυτό
το καθεστώς στα σχολεία και στους εκπαιδευτικούς. Γι’ αυτό κατά’ αρχάς τονίζουμε
ότι η πρόταση του υπουργείου παιδείας δεν είναι τίποτε άλλο από ένα
επικοινωνιακό τέχνασμα.
Οφείλουμε όμως να απαντήσουμε και στο περιεχόμενο της πρότασης Κουράκη,
γιατί υπάρχουν πολλοί καλοπροαίρετοι συνάδελφοι που αντιμετωπίζουν ίσως με
ευνοϊκό μάτι τις κινήσεις αυτές, η ακόμα μπορεί και να εντυπωσιάζονται κιόλας.
Για το περιεχόμενο λοιπόν της πρότασης αυτής, θέλουμε να τονίσουμε τα εξής.
Η πρόταση αυτή ούτε καινούρια είναι ούτε και πρωτότυπη. Έρχεται από
παλιά, έχει τις ρίζες στη σοσιαλδημοκρατική ιδεολογία και εντάσσεται στην
αντίληψη που πρόβαλε για πολλά χρόνια το ΠΑΣΟΚ με την λεγόμενη συμμετοχική
δημοκρατία. Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης επιχειρήθηκε να προωθηθεί η
συνδιοίκηση μέσα απ’ τα υπηρεσιακά συμβούλια στην πρώτη και δεύτερη βαθμίδα της
εκπαίδευσης, αλλά και με αντίστοιχες διαδικασίες στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Βέβαια η σκληρή πραγματικότητα οδήγησε όλες αυτές τις μορφές της συναίνεσης σε
κατάρρευση τόσο μέσα απ’ τις διαδικασίες του αγωνιστικού κινήματος που
αποκάλυπτε συνεχώς τον ταξικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης και το κάλπικο και
αποπροσανατολιστικό χαρακτήρα που είχαν, όσο και απ’ τις ίδιες τις αντιφάσεις
που περιείχαν ειδικά όταν έπρεπε να παρθούν αποφάσεις που πιθανόν θα ξέφευγαν
απ’ τις κυρίαρχες κυβερνητικές επιλογές κάθε φορά. Με λίγα λόγια η πολιτική της
λιτότητας, ο κυβερνητικός αυταρχισμός και τόσοι άλλοι παράγοντες απογύμνωναν
κάθε φορά τις όποιες προσπάθειες ή ιδέες υπήρχαν σε κάποια συνδιοικητικά
όργανα, που πιθανόν να έβαζαν σε αμφισβήτηση κάποιες επί μέρους πλευρές των
κυρίαρχων επιλογών και των κυβερνητικών αποφάσεων.
Οφείλουμε επίσης να προσδιορίσουμε με σαφήνεια τους όρους λειτουργίας του
εκπαιδευτικού συστήματος για να έχουμε απόλυτα καθαρή εικόνα για τον ρόλο που
μπορεί να έχει και ένας διευθυντής. Η εκπαίδευση είναι τμήμα του
εποικοδομήματος του αστικού κράτους που έχει ένα διπλό στόχο. Πρώτον και
κυρίαρχο, να αναπαράγει τη κυρίαρχη ιδεολογία μέσα από ένα πολυσύνθετο σύστημα
που ξεκινάει απ’ το πρόγραμμα και το περιεχόμενο των σπουδών, το εξεταστικό
σύστημα τον τρόπο λειτουργίας και αμέτρητους άλλους δεσμούς και θεσμούς που το
διαπερνούν. Δεύτερον, να παράγει δυναμικό που να υπηρετεί τις ανάγκες της
καπιταλιστικής οικονομίας, ανεξάρτητα αν αυτό γίνεται πάντα «σωστά». Αν κάποιος
μελετήσει τις συνεχείς αλλαγές που γίνονται σε όλες τις βαθμίδες θα μπορέσει να
αντιληφθεί τη σύνδεση αυτή μέσα απ’ το πέρασμα των χρόνων. Με δεδομένη λοιπόν
τη δομή και τη λειτουργία της εκπαίδευσης πρέπει κάποιος να απαντήσει και στο
ερώτημα. Ποιον θα υπηρετεί και ο διευθυντής της σχολικής μονάδας. Την
απροσδιόριστη εκπαίδευση που κάποιοι φαντάζονται και τον καταφρονεμένο
εκπαιδευτικό, ή την εκπαίδευση του αστικού συστήματος και τις επιλογές του;
Αλήθεια ποια όρια μπορεί να αλλάξει ένας διευθυντής, ή ακόμα και ένας σύλλογος
στο πρόγραμμα σπουδών, στη καθημερινότητα του σχολείου ή ακόμα και στις πιο
στοιχειώδεις ανάγκες των μαθητών; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά καμία! Στο
πλαίσιο αυτό και τραβώντας το νήμα παραπέρα, μέσα σε συνθήκες βαθιάς και
εντεινόμενης καπιταλιστικής κρίσης, θεωρούμε ότι είναι επικίνδυνη
αυταπάτη να μιλάει κανείς για «αμεσοδημοκρατική λειτουργία των σχολείων» η
οποία μάλιστα θα μπορούσε να γενικευτεί σε όλο το φάσμα των «στελεχών» της
εκπαίδευσης.
Τι επιδιώκει η κυβέρνηση με τη πολιτική αυτή; Ο βασικός κυβερνητικός
στόχος είναι να δημιουργήσει στους εκπαιδευτικούς την ψευδαίσθηση της
συμμετοχής και της συναπόφασης σ’ αυτά που στην πραγματικότητα η κυρίαρχη
πολιτική καθορίζει, μετατρέποντας τον εκπαιδευτικό στη πραγματικότητα σε
συνένοχο στην εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής για τις οποίες όμως
υποτίθεται ότι και ο ίδιος θα έχει αποφασίσει.
Η σημερινή πρόταση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, δεν είναι καινούρια.
Είναι τόσο παλιά όσο και η ρεφορμιστική πολιτική μέσα στο κίνημα. Είναι μια
πρώτης τάξης ευκαιρία για τη σημερινή έκφραση της σοσιαλδημοκρατίας να
ευνουχίσει το εκπαιδευτικό κίνημα μέσα απ’ τις δήθεν συναινετικές προτάσεις και
αποφάσεις. Ταυτόχρονα θα δώσει την ευκαιρία στη κυβέρνηση και στους πολιτικούς
της κομισάριους να καταλάβουν θέσεις ευθύνης και μάλιστα με τη δική μας ψήφο!
Θα επιχειρηθεί να δημιουργηθούν οι γνωστές κλίκες γύρω απ’ τους «εκλεγμένους»
διευθυντές, που ούτως ή άλλως εμείς θα τους έχουμε εκλέξει, άρα θα έχουν
και το άλλοθι της συνευθύνης για ό,τι συμβαίνει στο σχολείο. Είναι βέβαιο ότι διάφοροι
ρεφορμιστές θα επιχειρήσουν να φτιασιδώσουν το «νέο» θεσμό με διάφορες χάντρες
και καθρεφτάκια. Όμως έχουμε βαθιά πείρα απ’ το αγωνιστικό παρελθόν για να
απορρίψουμε όλα τα συνενοχικά τους φτιασιδώματα!
Άλλωστε όταν το συνδικαλιστικό
κίνημα εξακολουθεί και βρίσκεται αντιμέτωπο με όλα τα επίδικα που αφορούν τα
άμεσα ζωτικά συμφέροντα δεκάδων χιλιάδων εκπαιδευτικών (μισθοί, προσλήψεις,
ωράριο, τμήματα), η μετατόπιση του κέντρου βάρους της αντιπαράθεσης προς τα
λεγόμενα «θεσμικά» ζητήματα, αθωώνει, εξωραΐζει και τελικά υπηρετεί
αποκλειστικά και μόνο την κυρίαρχη πολιτική. Στην κατεύθυνση αυτή ο
Εκπαιδευτικός Όμιλος (ο οποίος αποτελεί συνιστώσα των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων
Συσπειρώσεων Κινήσεων), θα καταθέσει όλες τις δυνάμεις του για να μην επιτρέψει
να φωλιάσει στις γραμμές του κινήματος η νέα κυβερνητική απάτη και ο
αποπροσανατολισμός.
*μέλος του ΔΣ δασκάλων Ημαθίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου